- αερομεταφερόμενος
- airborne
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
αερομεταφερόμενος — η, ο (μτχ. τού υποθετικού αερομεταφέρομαι) ο μεταφερόμενος διά τού αέρος … Dictionary of Greek